- μεταρσιώνω
- uplift
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
μεταρσιώνω — (Α μεταρσιῶ, άω) [μετάρσιος] εγείρω, υψώνω στον αέρα, σηκώνω ψηλά (| (νεοελλ. μσν.) μτφ. προκαλώ ψυχική ανάταση («οι ψυχές τών πιστών μεταρσιώθηκαν με τις ψαλμωδίες») … Dictionary of Greek
μεταρσιώνω — μεταρσίωσα, μεταρσιώθηκα, μεταρσιωμένος 1. υψώνω κάτι στον αέρα. 2. μτφ., εξυψώνω πνευματικά: Μεταρσίωσε τις ψυχές των πιστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταρσίωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρσιώνω, ανύψωση στον αέρα 2. μτφ. εξύψωση τού πνεύματος και τής ψυχής, κατάνυξη («η μεταρσίωση τού πνεύματος είναι έργο τής θρησκείας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρσιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Γ.… … Dictionary of Greek
μεταρσιωτικός — ή, ό [μεταρσιώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρσίωση ή αυτός που προκαλεί μεταρσίωση («μεταρσιωτικοί ύμνοι») … Dictionary of Greek